Πιτθέως

Πιτθέως
Πιτθέω̆ς , Πιτθεύς
masc gen sg
Πιτθεύς
masc nom sg (epic ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πιτθέως — Πιτθέω̆ς , Πιτθεύς masc gen sg Πιτθεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδευμα — παίδευμα, τὸ (Α) [παιδεύω] 1. αυτός που εκπαιδεύεται, ο μαθητής, ο τρόφιμος («γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὂντες», Πλάτ.) 2. (και τον πληθ. για ένα μόνο πρόσ.) δημιούργημα, ανάθρεμμα («Ιππόλυτος, αγνού Πιτθέως παιδεύματα», Ευρ.) 3. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”